- κλαψουρίζω
- και κλαουρίζω [κλαψούρα]1. κλαίω συνεχώς και σιγανά2. μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαψουρίζω — κλαψουρίζω, κλαψούρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλαψουρίζω — κλαψούρισα, κλαίω σιγανά και συνεχώς: Δεν πέθανε ακόμη ο πατέρας της και τον κλαψουρίζει από τώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
συμμινυρίζω — Μ κλαψουρίζω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μινυρίζω «παραπονιέμαι, κλαψουρίζω»] … Dictionary of Greek
υποκλαυθμυρίζω — Μ κλαψουρίζω, σιγοκλαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλαυθμυρίζω «σιγοκλαίω, κλαψουρίζω»] … Dictionary of Greek
υποκνυζώμαι — άομαι, Α γογγύζω, κλαψουρίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κνυζῶμαι / κνυζοῦμαι «κλαψουρίζω»] … Dictionary of Greek
γκρινιάζω — και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) [γκρίνια] 1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ 2. μουρμουρίζω 3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου 4. (για μωρά) κλαψουρίζω … Dictionary of Greek
κλαουρίζω — βλ. κλαψουρίζω … Dictionary of Greek
κλαυθμυρίζω — (Α κλαυθμυρίζω) (για βρέφη) κλαίω συνεχώς και σιγανά, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («τοῑσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίνονται, ἤν... ἐκπλαγέωσι καὶ κλαυθμυρίζωσι», Ιπποκρ.) αρχ. 1. κάνω κάποιον να κλαίει («μιμεῑσθαι τὰς τιτθάς, αἵτινες, ἐπειδὰν τὰ παιδία… … Dictionary of Greek
κλαψούρισμα — και κλαούρισμα [κλαψουρίζω] η κλα(ψ)ούρα* … Dictionary of Greek